- συνεχής
- συνεχής n. s. pro adv.,1 constantly
τοῖσιν ἐν δυθμαῖσιν αὐγᾶν φλὸξ ἀνατελλομένα συνεχὲς παννυχίζει I. 4.65
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τοῖσιν ἐν δυθμαῖσιν αὐγᾶν φλὸξ ἀνατελλομένα συνεχὲς παννυχίζει I. 4.65
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
συνεχῆς — συνεχής holding together masc/fem acc pl (attic epic doric) συνεχής holding together masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεχής — holding together masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεχής — ές, ΝΜΑ και αττ. τ. ξυνεχής, ές, Α [συνέχω] 1. (για πράγμ. και με τοπ. σημ.) αυτός που αποτελεί αδιάσπαστη σειρά με έναν άλλο, αυτός που επικοινωνεί με άλλον, ο συνεχόμενος (α. «συνεχή δωμάτια» β. «οἰκήματα... ξυνεχῆ ὥστε ἐν φαίνεσθαι τεῑχος… … Dictionary of Greek
συνεχής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. συνεχώς και συνέχεια 1. αδιάκοπος: Οι συνεχείς πόλεμοι εξάντλησαν τις δυνάμεις τους. 2. αυτός που συνδέεται με κάτι άλλο: Συνεχή δωμάτια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνέχῃς — συνόχωκα to be pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεχῆ — συνεχής holding together neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) συνεχής holding together masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) συνεχής holding together masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεχέστερον — συνεχής holding together adverbial comp συνεχής holding together masc acc comp sg συνεχής holding together neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνεχής — συνεχής , συνεχής holding together masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεχεστέραις — συνεχής holding together fem dat comp pl συνεχεστέρᾱͅς , συνεχής holding together fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεχεστέρων — συνεχής holding together fem gen comp pl συνεχής holding together masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεχεστέρως — συνεχής holding together masc acc comp pl (doric) συνεχής holding together comp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)